υδατογραφώ

υδατογραφώ
Ν
επιδίδομαι στη ζωγραφική υδατογραφιών, φιλοτεχνώ ακουαρέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδατογραφέω, -, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδατογραφώ — υδατογράφησα, υδατογραφήθηκα, υδατογραφημένος, μτβ. και αμτβ., ζωγραφίζω με νερομπογιές, κάνω υδατογραφίες (βλ. λ.), είμαι υδατογράφος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”